ελευθερωτικός

ελευθερωτικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ελευθέρωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λυαίος — λυαῑος, αία, ον (Α) 1. (ως επίθ. τής Μεγάλης Μητρός) αυτός που απαλλάσσει από τα βάσανα, που λυτρώνει, ελευθερωτικός, λυτρωτικός («κακῶν λυαία», Τιμόθ.) 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Λυαῑος προσωνυμία τού Διονύσου, ο οποίος έλυνε τα δεσμά τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”